- νεφελομετρία
- η 1. (βιοχ.) μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού στοιχείων αιωρούμενων σε ένα υγρό με τη μέτρηση τής αναδυόμενης από το διάλυμα ακτινοβολίας προς διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση τής προσπίπτουσας ακτινοβολίας2. (φυσ.-τεχνολ.) μέτρηση τής θολότητας ενός υγρού, που οφείλεται στην παρουσία αιωρούμενων σωματιδίων σε λεπτότατο διαμερισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. nephelemetrie (< νεφέλη + -μετρώ < μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.