νεφελομετρία

νεφελομετρία
η 1. (βιοχ.) μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού στοιχείων αιωρούμενων σε ένα υγρό με τη μέτρηση τής αναδυόμενης από το διάλυμα ακτινοβολίας προς διεύθυνση διαφορετική από τη διεύθυνση τής προσπίπτουσας ακτινοβολίας
2. (φυσ.-τεχνολ.) μέτρηση τής θολότητας ενός υγρού, που οφείλεται στην παρουσία αιωρούμενων σωματιδίων σε λεπτότατο διαμερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. nephelemetrie (< νεφέλη + -μετρώ < μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”